κλονιδίνη

κλονιδίνη
η
(φαρμ.) αντιυπερτασικό φάρμακο, το οποίο δρα στο προμηκικό κέντρο ελέγχου τής αρτηριακής πίεσης κατεβάζοντας τον τόνο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. clonidine].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”